ύβρις

ύβρις
(I)
-εως, η / ὕβρις, ΝΜΑ, τ. γεν. και -εος και επικ. και ιων. τ. -ιος, Α
1. έκφραση, λόγος ή πράξη που προσβάλλει την αξιοπρέπεια ή την τιμή κάποιου
2. (ιδίως στην αρχ. ελλ. τραγωδία και σχετικά με τον τραγικό ήρωα) αλαζονική και αυθάδης συμπεριφορά απέναντι στους θεούς ή σε εκπροσώπους τών θεών (α. «τα λόγια που απηύθυνε ο βασιλιάς Οιδίποδας στον μάντη Τειρεσία αποτελούσαν ύβρι» β. «ὕβρις τόδ' ἐστί, κρείσσω δαιμόνων εἶναι θέλειν», Ευρ.)
3. φρ. α) «ὕβρεως γραφή»
(αττ. δίκ.) γραφή, αγωγή με την οποία εισαγόταν σε δίκη όποιος είχε προσβάλει με λόγια ή με έργα κάποιον και η οποία συνεπαγόταν, σε περίπτωση αποδοχής της, ποινές που ήταν χρηματικό πρόστιμο, η ελαφρότερη, ή θάνατος η σκληρότερη, όπως συνέβαινε λ.χ. σε περίπτωση προσβολής ανηλίκου ή γυναίκας
β) «ύβρεως λίθος»
(στην αρχ. Αθήνα) το εδώλιο τού κατηγορουμένου στον Άρειο Πάγο
γ) «ύβρεως ἀγωγή»
ρωμ. δίκ. αγωγή ασκούμενη από τον πατέρα-αρχηγό τής οικογένειας σε περίπτωση προσβολής τών τέκνων ή τής συζύγου
αρχ.
1. αυθάδεια, αναίδεια («δυσσεβείας μὲν ὕβρις τέκος», Αισχύλ.)
2. (κυρίως στην Οδ. σχετικά με τους μνηστήρες) αυθάδης βία, αλαζονική και προπετής διαγωγή κάποιου, που πηγάζει από έντονο πάθος ή από υπερεκτίμηση τής δύναμής του («μνηστήρων, τῶν ὕβρις τε βίη τε σιδήρεον οὐρανὸν ἴκει», Ομ. Οδ.)
3. κακομεταχείριση, προσβολή που έχει ως αφετηρία την αυθάδεια ή την αλαζονεία
4. σφοδρή επιθυμία για σαρκική επαφή, ακολασία
5. ασελγής πράξη
6. μοιχεία
7. κάθε αισχρή και ασελγής πράξη και, κυρίως, ο βιασμός γυναικών
8. (για ζώα) η βαρβατίλα, το ατίθασο, η αγριότητα
9. τρικυμία που συνεπάγεται κίνδυνο για τους ναυτιλλομένους
10. (η δοτ. ως επίρρ.) ὕβρει
με αλαζονεία, με προπέτεια
11. φρ. «οἴνου ὕβρις» — η ζύμωση τού κρασιού (Αιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η οποία όμως προσκρούει σε μορφολογικές και σημασιολογικές δυσχέρειες, η λ. -βρις είναι σύνθ. από τον τ. , ισοδύναμο τού επί (βλ. ), και το θ. τής λ. βριαρός «δυνατός, στιβαρός» (βλ. λ. βρίθω), οπότε η σημ. τής λ. θα πρέπει να έχει προέλθει από μια αρχική σημ. «ορμώ, πέφτω πάνω σε κάτι με όλη μου τη δύναμη». Η παλαιότερη σύνδεση τής λ. με τον τ. ὑπέρ, με την έννοια τής υπέρβασης τών ορίων, δεν θεωρείται και πολύ πιθανή από μορφολογική, κυρίως, άποψη. Έχει διατυπωθεί επίσης η άποψη ότι η λ. είναι δάνειο από κάποιον ανάλογο τ. τής Χεττιτικής
Λουβιτικής. Η λ. ὕβρις κατέχει σημαντική θέση στον χώρο τής ηθικής και τού δικαίου τών Αρχαίων και δηλώνει την παραβίαση τών κανόνων, την υπέρβαση τών ορίων τού ανθρώπου, που προκαλείται από το πάθος, την αλαζονεία, την αυθάδεια, και συνδέεται σε ορισμένες περιπτώσεις με τη λ. κόρος, η οποία αναφέρεται στην αλαζονεία, στην ύβρι που προέρχεται από την πληθώρα, την αφθονία αγαθών].
————————
(II)
-εως, ὁ Α
(ποιητ. τ.)
1. υβριστής
2. όνομα σατύρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕβρις, , με αλλαγή γένους].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ὑβρίς — the great eagle owl fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὕβρις — Ὕβρῑς , Ὕβρις fem acc pl (epic doric ionic aeolic) Ὕβρις fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὕβρις — ὕβρῑς , ὕβρις wanton violence fem acc pl (epic doric ionic aeolic) ὕβρις wanton violence fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υβρίς — ίδος, ἡ, Α νυκτερινό σαρκοφάγο όρνεο, πιθανώς ο βύας ο μέγας, κν. γνωστός σήμερα ως μπούφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕβρις, με καταβιβασμό τού τόνου, πιθ. κατά το ἀηδον ίς] …   Dictionary of Greek

  • Ὕβρει — Ὕβρις fem nom/voc/acc dual (attic epic) Ὕβρεϊ , Ὕβρις fem dat sg (epic) Ὕβρις fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὕβρει — ὕβρις wanton violence fem nom/voc/acc dual (attic epic) ὕβρεϊ , ὕβρις wanton violence fem dat sg (epic) ὕβρις wanton violence fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ХЮБРИС —    • Ύβρις,          было каждое оскорбление δι αι̉σχρουργίας, телесное насилие (напр., варварское обращение с рабами), διὰ πληγω̃ν, ударами, διὰ λόγων, бранью. Оба первые рода могли сделаться предметом γραφὴ ύβρεως. Наказание зависело от… …   Реальный словарь классических древностей

  • Ὕβρεις — Ὕβρις fem nom/voc pl (attic epic) Ὕβρις fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὕβρεις — ὕβρις wanton violence fem nom/voc pl (attic epic) ὕβρις wanton violence fem nom/acc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὕβρι — Ὕβρις fem voc sg Ὕβρῑ , Ὕβρις fem dat sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”